Ανεμοτούρλιαγμα: Ξαφνικό τρόμαγμα, ή σαν έφραση τα πήρε και τα σήκωσε ο αέρας. Μ’ ανεμουτούρλιαξις χριστιανέ’μ! σκιάχτ’κα!